σταγόνων

σταγόνων
σταγών
drop
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… …   Dictionary of Greek

  • σταγονόρροια — η, Ν 1. η ροή σταγόνων 2. (βοτ. μυκητ.) η αποβολή νερού υπό μορφή σταγόνων από μερικά ανώτερα φυτά και μύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγόνα + ρροια (< ρρους < ρέω), πρβλ. εμμηνό ρροια] …   Dictionary of Greek

  • συμπύκνωση — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του αερίου στην κατάσταση του υγρού. Με σταθερή πίεση, η σ. πραγματοποιείται σε ορισμένη θερμοκρασία. Τυπικό φυσικό φαινόμενο συμπύκνωσης: σχηματισμός μικρών σταγόνων νερού (δροσιά) τη νύχτα πάνω στα… …   Dictionary of Greek

  • αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • βάμμα — Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν… …   Dictionary of Greek

  • διίδρωση — η (Α διίδρωσις) [διιδρώ] μεγάλη αφίδρωση νεοελλ. 1. δίοδος υγρού μέσα από τα πορώδη τοιχώματα ενός σώματος όπου εμφανίζεται με μορφή σταγόνων, ίδρωμα 2. ιατρ. το χύσιμο οργανικού υγρού που οφείλεται σε εσωτερική πίεση …   Dictionary of Greek

  • θυροξίνη — Κύρια θυρεοειδής ορμόνη των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, της οποίας η χημική ονομασία είναι 3,5,3’,5’ –τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4). Η θ. είναι η πρώτη ορμόνη του θυρεοειδούς αδένα που έγινε γνωστή. Ανακαλύφθηκε το 1915 από τον Αμερικανό βιοχημικό Έ.… …   Dictionary of Greek

  • κολλύριο — Φάρμακο τοπικής χρήσης για τη θεραπεία των ασθενειών των ματιών ή των βλεφάρων. Σήμερα τα ξηρά κ. έχουν καταργηθεί, χρησιμοποιούνται όμως σε μεγάλη έκταση τα υδατικά κ. σε μορφή σταγόνων. Αυτά περιέχουν διαλύματα φαρμακευτικών ουσιών με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • λεκανομαντ(ε)ία — η (AM λεκανομαντεία) είδος τεχνητής μαντείας με παρατήρηση τού νερού μέσα σε λεκάνη ή τής κίνησης και τών σχημάτων σταγόνων λαδιού ή τής ακτινοβολίας «μαντικών» λίθων, λ.χ. τοπαζιού ή ζαφειριού, μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκανόμαντις, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • μικροπροχοΐδα — η χημ. μικρή προχοΐδα ακριβείας, εφοδιασμένη με πολύ λεπτό στόμιο, το οποίο επιτρέπει την εκροή σταγόνων εξαιρετικά μικρού μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α΄ συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microburette (βλ. μικρ[ο] )] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”